- ὑπηρετούμενος
- ὑπηρετέωdo service on board shippres part mp masc nom sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σερβί — το, Ν άκλ. χαρτοπαικτικός όρος που δηλώνει ότι οι παίκτες δεν θέλουν να αλλάξουν φύλλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. servi «υπηρετούμενος» (< servir «υπηρετώ»)] … Dictionary of Greek